- εμποριολογία
- ηοικονομική επιστήμη που μελετάει τη γένεση, την εξέλιξη και τη σύγχρονη οργάνωση του εμπορίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμποριολογία — η η επιστήμη που ασχολείται γενικά με την οργάνωση τού εμπορίου και με τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες γίνονται οι εμπορικές συναλλαγές … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
εμποριολόγος — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με την εμπορίολογία … Dictionary of Greek
εμποριολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την εμποριολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)